Κριτική στο περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων "ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ"Τεύχος 123 Απρίλιος Μάιος Ιούνιος 2013
από την 
Κλαυδία Κανδυλάπτη



«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΓΑΣΙΜΗ»
Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Μαρινέλλας Βλαχάκη, η οποία μας έχει δώσει – πέρα από τη δουλειά της στο θέατρο – αρκετές ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και άλλη μία συλλογή διηγημάτων. Για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε την ικανότητά της ως πεζογράφου, και όσον αφορά την τεχνική αλλά και το περιεχόμενο.
Τα κείμενα τα χαρακτηρίζει η συντομία –ή μάλλον η λιτότητα στο λόγο και στην έκταση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι διαθέτουν κάτι από τη πυκνότητα του λόγου των δημοτικών τραγουδιών.  Αυτό το χαρακτηριστικό αναδεικνύει με περισσότερη ενάργεια τα νοήματα καθώς και το δράμα της ζωής  των πρωταγωνιστών.
Τα βιωματικό στοιχείο παντού παρόν. Η παρουσία της συγγραφέως στα δρώμενα επίσης, άλλοτε φυσική, άλλοτε ως ακροάτριας άλλοτε ακόμα και από τη θέση του ωτακουστή!...
Η γλώσσα απλή και άμεση, όπως ταιριάζει στα θέματα των διηγημάτων και στους πρωταγωνιστές τους.
Αυτό που δεν είναι απλό, είναι ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται η πλοκή των ιστοριών. Ο τρόπος που δένει η αρχή με το τέλος συχνά εκπλήσσει τον αναγνώστη καθώς ανατρέπει το αναμενόμενο: η αρχική εντύπωση ανατρέπεται άλλοτε αιφνίδια άλλοτε σταδιακά από την τελική «λύση». Άλλοτε ο τίτλος αποτελεί κλειδί για την ερμηνεία της ιστορίας. Άλλοτε πάλι ακολουθείται μια κυκλική τροχιά (κάτι σαν αυτό που οι φιλόλογοι ονομάζουν «in medias res»), που δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης.
Οι αναδρομές στο παρελθόν –με αφορμή μια εικόνα ή ένα αντικείμενο –  είναι ένα από τα βασικά συστατικά της γραφής στη συλλογή αυτή. Ένα τυχαίο περιστατικό ή μια τυπική συνάντηση λειτουργεί συνειρμικά για να φωτίσει είτε την πορεία μιας ολόκληρης ζωής είτε ένα γεγονός που τη σημάδεψε. Και αυτά, πάντοτε, χωρίς ίχνος φλυαρίας και μακριά από οποιοδήποτε στοιχείο ή πρόθεση για εντυπωσιασμού.
Ανθρώπινες ιστορίες και περιστατικά που άλλοι θα προσπερνούσαν παίρνουν ξεχωριστές διαστάσεις και γίνονται τέχνη μέσα από τα μάτια και τη γραφή της συγγραφέως. Τα θέματα ποικίλουν. Πρόκειται όμως πάντα για ιστορίες ανθρώπων, αληθινών ανθρώπων, ιστορίες που φανερώνουν ότι η αληθινή τέχνη δεν βρίσκεται στις ακρότητες ούτε έχει ανάγκη το στοιχείο της υπερβολής ή, πιο σωστά, το στοιχείο της υπερβολής δεν συνάδει με την πραγματική, την πηγαία τέχνη.
Η συμπάθεια για τις απλές ανθρώπινες αδυναμίες διαπερνά την προσέγγιση της συγγραφέως στους ήρωές της και το χιούμορ κάνει διακριτικά την εμφάνισή του εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να ξεχωρίσω ένα κείμενο ανάμεσα στα άλλα. Και αυτό είναι το «Πριν 34 χρόνια». Δεν θα αναφέρω τους λόγους για τους οποίους το ξεχώρισα. Οι προτιμήσεις είναι πάντα υποκειμενικές. Θεωρώ πάντως βέβαιο ότι ο κάθε ευαίσθητος ή έστω ευαισθητοποιημένος αναγνώστης λογοτεχνίας θα αναγνωρίσει τον εαυτό του ή τουλάχιστον κάποιους από τους οικείους του μέσα στον κόσμο των διηγημάτων της συλλογής. 
                                                                                   Κλαυδία Κανδηλάπτη


@@@






Κείμενο παρουσίασης της επίκουρου καθηγήτριας
του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
κ. Αναστασίας Μαρκομιχελάκη
«Η τελευταία εργάσιμη»
Θεσσαλονίκη (Παγκρήτια Αδελφότητα Μακεδονίας)
5/4/2013

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι,

Πέρυσι τέτοιον καιρό ζούσα ακόμη στην Κρήτη και δίδασκα σ’ ένα γυμνάσιο του Ηρακλείου όπου το μάθημα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας γινόταν με βάση το νέο, πιλοτικό πρόγραμμα σπουδών του Υπουργείου Παιδείας. Το πρόγραμμα αυτό μάς έδινε την ελευθερία να διδάξουμε όποια λογοτεχνικά κείμενα θέλαμε, εκτός σχολικού βιβλίου, αρκεί να ήταν ενταγμένα σε τρεις θεματικές ενότητες στη διάρκεια της χρονιάς.
Θα ξεκινήσω λοιπόν την παρουσίαση της Μαρινέλλας Βλαχάκη όχι με γενικούς επαίνους, όπως είθισται στις παρουσιάσεις βιβλίων -παρόλο που τους αξίζει ανεπιφύλακτα-, αλλά με την εμπειρία μου από την έμπρακτη επαφή δεκατετράχρονων μαθητών με το έργο της.  Νομίζω ότι θα είναι ο καλύτερος δείκτης των όσων θέλω να σας πω απόψε, που οι περισσότεροι από εσάς έρχεστε σε πρώτη επαφή με την ίδια τη Μαρινέλλα και την πολύπλευρη δουλειά της.
Ενόσω λοιπόν το σχολικό έτος ήταν σε εξέλιξη, η Μαρινέλλα μού έστειλε τις ευχές της για καλή χρονιά με ένα μικρό βιβλιαράκι, σε μέγεθος πιο μικρό απ’ αυτό που παρουσιάζουμε σήμερα, που περιείχε 7 σύντομα διηγήματα – τις Χρονιάρες Μέρες. Ένα από τα διηγήματα ταίριαζε εξαιρετικά με τη θεματική που όριζε το Υπουργείο για το δεύτερο τρίμηνο, τη «διαφορετικότητα» στη λογοτεχνία. Το διήγημα «Ο Νικόλας ο Φλουρής» και οι κεντρικοί του ήρωες κάλυπταν την εικόνα του «άλλου» από τρεις διαφορετικές οπτικές: υπήρχε ο Μικρασιάτης πρόσφυγας και η ένταξή του στην καινούργια πατρίδα όπου καλείται να ζήσει· ο ελαφροΐσκιωτος, ο τρελός του χωριού, και η ενσωμάτωσή  του ή μη στη μικρή κοινωνία όπου ζει· τέλος, ο ηλικιωμένος που βρίσκει το θάνατο μόνος κι αβοήθητος. Και όχι μόνο αυτό: από την πλευρά των λογοτεχνικών σχημάτων και τρόπων, το διήγημα αποτελούσε ιδανικό παράδειγμα για τη διδασκαλία της έννοιας της «εγκιβωτισμένης» αφήγησης και των διαφορετικών χρονικών επιπέδων στα οποία κινείται αυτή. Επιπλέον, το γεγονός ότι το μοτίβο της καταπλάκωσης του ενοίκου από την αποσαθρωμένη οροφή του παλιού σπιτιού αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στο μυθιστόρημα Σιλάνς σιλβουπλέ έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε στην τάξη και μια πτυχή της δουλειάς που συντελείται στο «εργαστήρι του συγγραφέα», μελετώντας τον τρόπο χειρισμού του ίδιου θέματος από τον λογοτέχνη σε διαφορετικά έργα του.

Στο σημείο αυτό, για να έχετε μια πρώτη εικόνα της γραφή της, θέλω να παρακαλέσω τη συγγραφέα να μας διαβάσει το αναπάντεχο τέλος της ιστορίας, όταν τα παιδιά που πάνε να πούνε τα κάλαντα στον γέρο πια Νικόλα (το παλιό προσφυγόπουλο που όλη του τη ζωή αναζητούσε πού είχε κρύψει ο πατέρας του ένα μικρό θησαυρό με λίρες), τον βρίσκουν πλακωμένο από την ταράτσα, το «δώμα» του σπιτιού.
Το πείραμα πέτυχε. Το διήγημα χρειάστηκε αρκετές διδακτικές ώρες για να ολοκληρωθεί η μελέτη του –δείκτης κι αυτό της ποιότητάς του– και η διδασκαλία του έκλεισε με την παρουσία της ίδιας της συγγραφέως στην τάξη σε μια δίωρη συνομιλία της με τους μαθητές που νομίζω ότι αποτέλεσε και για τις τρεις πλευρές πολύτιμη εμπειρία: Τα παιδιά διατύπωσαν και έλυσαν τις απορίες τους, η δημιουργός πρέπει να χάρηκε την ανταπόκριση που βρήκε το έργο της στη γενιά που έχει στιγματιστεί για τη σχεδόν αποκλειστική της ενασχόληση με τα βιντεοπαιχνίδια και τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και η δασκάλα απόλαυσε τον καρπό μια επιτυχημένης, ως φαίνεται, ιδέας που είχε. 
Φέτος είχα σκοπό να επαναλάβω το ίδιο πείραμα με ένα διήγημα από τη συλλογή που παρουσιάζεται σήμερα, το οποίο προόριζα για διδασκαλία στο 1ο Γυμνάσιο Τριανδρίας, όταν ήρθε ο διορισμός στο πανεπιστήμιο. Με την προοπτική αυτή ωστόσο, μελέτησα τα διηγήματα, και θέλω να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις μου. Πιο πριν, όμως, ας ακούσουμε το διήγημα «Πλύνε – βάλε», γιατί είναι καλύτερα να έρθουμε  πρώτα σε επαφή με το δημιούργημα, και μετά με την κριτική.
Η Τελευταία εργάσιμη απαρτίζεται από 13 διηγήματα. Αν εξαιρέσουμε το «Χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο», που έχει τη μορφή ενός παραδοσιακού διηγήματος, όλα τα υπόλοιπα θυμίζουν ένα φωτογραφικό ενσταντανέ, τη σύλληψη της μιας στιγμής – είναι «στιγμιότυπα», ή αλλιώς «διηγήματα-εικόνες» (Νένα Κοκκινάκη). Και καθώς, πολύ εύστοχα, γράφτηκε πρόσφατα ότι «διαθέτουν κάτι από τη πυκνότητα του λόγου των δημοτικών τραγουδιών», μπορούμε εδώ  να θυμηθούμε τη διασύνδεση που επιχειρήθηκε ανάμεσα στην ποιητική του λαϊκού προφορικού είδους του δημοτικού τραγουδιού και την ποιητική του διηγήματος κατά την πρώτη περίοδο συνειδητής διαμόρφωσης του είδους (1880-1900) από σημαντικούς κριτικούς της εποχής, όπως π.χ. ο Κωστής Παλαμάς.

Το «διήγημα-απόσπασμα» ή «διήγημα-στιγμιότυπο» («fragmentary short story ή snap shot») –αυτοί είναι οι όροι στη θεωρία της λογοτεχνίας– είναι ένα είδος που οι ρίζες του ανάγονται στον Τσέχωφ, ο οποίος καλλιέργησε ένα διήγημα χωρίς πλοκή, που σε αφήνει με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου – αινιγματικό ως προς τη φόρμα και τη μορφή. Τα κείμενά του περιέκλειαν «φέτες ζωής», επιλεγμένες λεπτομέρειες που γίνονται το αποκλειστικό μέσο για την παρουσίαση του χαρακτήρα ενός ήρωα. Η δράση και η πλοκή του παραδοσιακού διηγήματος υποκαθίστανται τώρα από την επιβράδυνση και την αδρανοποίηση. Και είναι πια αρμοδιότητα του αναγνώστη, δική μας δηλαδή, να αποκρυπτογραφήσουμε τα σύμβολα, με ελάχιστη βοήθεια από τον αφηγητή, του οποίου η παρουσία παραμένει διακριτική, ενώ ταυτόχρονα κρατάει έναν ρόλο σημαντικό, καθώς τα πάντα προέρχονται από τη δική του συνείδηση. Με την έννοια αυτή, καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για ένα είδος πεζογραφίας που προσεγγίζει πολύ την ποίηση. Και σαν παράδειγμα θα σας παρέπεμπα στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, με έκταση μιάμιση μόλις σελίδα, το αφαιρετικό και ονειρικό «Σαν από θαύμα».
Ο Παπαδιαμάντης και ο Μητσάκης είναι από τους πρώτους που πειραματίστηκαν με διηγήματα που παρουσιάζουν διάσπαση της πλοκής σε συνάρτηση με την παρουσία ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή, τον 19ο αιώνα, όταν για το είδος χρησιμοποιούνταν οι όροι «εικών» ή «σκιαγραφία». 
Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστική μια παρομοίωση που διατύπωσε ο Τσίρκας για το εν λόγω είδος, σε κριτική του για τα διηγήματα του Βουτυρά, μιας κομβικής φυσιογνωμίας στην εξέλιξη του ελληνικού διηγήματος της περιόδου 1900-1920: έγραψε λοιπόν ο Τσίρκας ότι είναι [τα διηγήματα αυτά] «όπως ο κορμός ενός δέντρου, που παίρνεις το φλοιό και διαβάζεις σ’ αυτόν όλη την ιστορία του δέντρου». Έτσι ακριβώς συμβαίνει και σ’ ένα αγαπητό στη Μαρινέλλα διήγημα από τις Χρονιάρες Μέρες, τη «Γιαγιά Πηνελόπη», όπου ένα στιγμιότυπο που πιάνει ο φωτογραφικός φακός του αφηγητή, η σκηνή της γιαγιάς στο παράθυρο που κοιτάει το κοιμητήρι, αποκαλύπτει τη ζωή ολόκληρη της γυναίκας αυτής.
Ενδιαφέρουσα περίπτωση στο διήγημα-στιγμιότυπο και την εξέλιξή του είναι ο Γιώργος Ιωάννου, που βάζει τα αφηγηματικά υποκείμενά του να συλλαμβάνουν την πραγματικότητα με δικό τους τρόπο, με μια ροή συνείδησης ελεύθερη και αφηγήσεις χωρίς αρχή και τέλος, οι οποίες προκαλούν τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το άρτιον του διηγήματος, γιατί στηρίζονται περισσότερο σε συνειρμούς, σύμβολα και εικόνες που έχουν μεταξύ τους μια υπόγεια σχέση, την οποία οφείλει να αποκρυπτογραφήσει ο αναγνώστης.
Πολύ σημαντική γι’ αυτό το είδος διηγήματος είναι η στιγμή της «επιφάνειας»: η αποκαλυπτική στιγμή που ο ήρωας συνειδητοποιεί ξαφνικά κάτι που αλλάζει την κοσμοθεωρία του, όπως συμβαίνει με την αφηγήτρια του διηγήματος που δίνει τον τίτλο σε ολόκληρη τη συλλογή, «Η τελευταία εργάσιμη». Η αφηγήτρια πηγαίνει για δουλειά ρουτίνας στην τράπεζα, όπου γνωρίζει μιαν ιδιόρρυθμη κυρία, εντυπωσιακή γνώστρια της ιστορίας των κουμπιών, και ακούει την ιστορία της ζωής της όση ώρα περιμένουν τη σειρά τους. Αλλά και η αφηγήτρια στο «Μητροπολίτου Κυρίλλου και Γερασίμου Παρδάλη γωνία» έχει μια τέτοια στιγμή επιφάνειας, ενώ παρακολουθεί τη «συζήτηση» ενός μεσόκοπου άντρα με την πεθαμένη μητέρα του σε ένα παγκάκι του απέναντι πάρκου. 

Η συλλογή, ωστόσο, μάς παροτρύνει και για άλλες επισημάνσεις:
Πρώτα θα ανέφερα τη σύνδεσή της με την επικαιρότητα των ημερών μας. Σε τρία διηγήματα θίγονται ισάριθμα σύγχρονα προβλήματα: η οικονομική κρίση, οι παράνομοι μετανάστες, και ο ρατσισμός των ντόπιων απέναντί τους. Κατόπιν, θα επεσήμανα το λεπτό χιούμορ, που αναδεικνύεται περισσότερο σε δύο περιπτώσεις: στην απρόσμενη σύνδεση του πλισέ φορέματος με το πρόσωπο της αφηγήτριας, όπως το ακούσαμε στο τέλος του «Πλύνε-βάλε», και στην αφοπλιστικά αφελή σχέση που αναπτύσσει με το άγαλμα του Βενιζέλου που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι της θείας της μια άλλη αφηγήτρια, στην «Αναμνηστική φωτογραφία». Και θα τέλειωνα εστιάζοντας στην ιδιαίτερη θέση που κρατά η συγγραφέας, σε πέντε από τα διηγήματά της, για τον θάνατο – θέμα ιδιαίτερα προσφιλές για το διήγημα, αφού, ως η κατεξοχήν στιγμή κορύφωσης για τους ήρωες, δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να αναφερθεί συνειρμικά και συμπυκνωμένα στην προγενέστερη ζωή τους και να δώσει έτσι την αίσθηση μιας ολοκληρωμένης πραγμάτευσης παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα του είδους. Το πέρασμα των ηρώων της Βλαχάκη στην άλλη ζωή, άλλοτε αποτελεί προϋπόθεση της υπόθεσης («Μητροπολίτου Κυρίλλου»), άλλοτε σηματοδοτεί την κατάληξή της («Η Παριζιάνα», «Ο βασιλικός», «Αναμνηστική φωτογραφία» και «Πλύνε-βάλε»), ενώ μία φορά η συγγραφέας, επιτείνοντας περισσότερο παρά καλύπτοντας το ανολοκλήρωτο της αφηγηματικής μορφής που έχει επιλέξει, αφήνει μετέωρο το ερώτημα αν η χτυπημένη από τη λέπτρα κεντρική ηρωίδα πεθαίνει ή όχι («Το χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο»).

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη έχει γράψει άλλη μία συλλογή διηγημάτων όπως είπα στην αρχή, αλλά και ένα μυθιστόρημα, οκτώ ποιητικές συλλογές, ένα αφήγημα για τα παιδικά χρόνια του Κωστή Παλαμά, καθώς και πρωτότυπα ή διασκευασμένα παραμύθια. Κι επειδή η ποιητική παραγωγή αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι του λογοτεχνικού της έργου, θα της ζητούσα να διαβάσει όποιο ποίημα θεωρεί ότι την εκφράζει καλύτερα στη σημερινή περίσταση.
Πριν γνωρίσω τη Μαρινέλλα ως λογοτέχνιδα, την είχα γνωρίσει ως ευαίσθητη ηθοποιό, από παραστάσεις που είχε δώσει στο Ηράκλειο με την «Εταιρεία Τέχνης Βιολέτα», που ίδρυσε το 2000 στα Χανιά, και βέβαια από την τηλεοπτική σειρά «Το Νησί», στην οποία κρατούσε ένα μεγάλο ρόλο. Πρόσφατα όμως, σε μια πτήση από το Λονδίνο στην Αθήνα, έμαθα και για μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς της, κουβεντιάζοντας με τη συγγραφέα του Νησιού Victoria Hislop, που τυχαία καθήσαμε δίπλα και που με ενθουσιασμό μου μίλησε για την «καλή της φίλη», όπως τη χαρακτήρισε, μόλις είδε την Τελευταία εργάσιμη στο τραπεζάκι του αεροπορικού μου καθίσματος: μου μίλησε λοιπόν όλο νοσταλγία και θέρμη για την αγαπητική σχέση της Μαρινέλλας με το χωριό της, με την κρητική ύπαιθρο, και με την κρητική παράδοση – κι αυτή η αγάπη νομίζω ότι είναι μια παράμετρος του χαρακτήρα της στην οποία χρωστάμε πολλά από τα λογοτεχνικά της δημιουργήματα.
Σαν επίλογο στην παρουσίαση αυτή, η Μαρινέλλα θα ήθελε να ακουστεί το ομότιτλο, τελευταίο, κεφάλαιο από το Σιλάνς Σιλβουπλέ, ο «Επίλογος», που κάλλιστα θα μπορούσε από μόνο του να αποτελεί ένα αυτόνομο διήγημα-στιγμιότυπο με όλα τα χαρακτηριστικά του που σας περιέγραψα παραπάνω, καθώς κλείνει μέσα του όλη τη ζωή της ηρωίδας με τη λιτότητα της έκφρασης και το μεταφορικό λόγο της ποίησης.
Από μένα, καλό βράδυ και θερμές ευχαριστίες για την προσοχή σας.

Σημείωση: Για τη θεωρία του διηγήματος πολύτιμη στάθηκε η διδακτορική διατριβή της Μαρίας Καραΐσκου, The formation of the modern Greek short story (διήγημα): critical perspectives and narrative practice (1880-1920), Department of Byzantine and Modern Greek Studies, Kings College, University of London, 2002.






@@@



Κείμενο της συγγραφέως κ. Νένας Κοκκινάκη 



στην Αθήνα (Polis Art Cafe) στις11 Φεβρουαρίου 2013 




                Το βιβλίο που θα παρουσιάσουμε σήμερα μοιάζει με παιχνίδι αυτοβιογραφίας. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που υπογράφει η Μαρινέλλα Βλαχάκη, γνωστή όχι μόνο ως συγγραφέας αλλά γενικότερα ως άνθρωπος της τέχνης. Η Μαρινέλλα έχει ιδρύσει την εταιρεία τέχνης Βιολέττα, φορέα που μέσω αυτού οργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις με έμφαση στις θεατρικές παραγωγές τις βασισμένες σε θεατρικά κείμενα. Ηθοποιός η ίδια, γνωστή στο τηλεοπτικό κοινό από την πετυχημένη σκηνική της παρουσία στη σειρά Το νησί, είναι επίσης ποιήτρια και μυθιστοριογράφος. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Η τελευταία εργάσιμη στην καλαίσθητη έκδοση που κρατάμε στα χέρια μας.

              Στα διηγήματα της συλλογής η συγγραφέας επιλέγει μια ιδιότυπη περιπλάνηση στην ίδια της τη ζωή. Εικόνες, στιγμές, κομμάτια ζωής που δεν θα ‘πρεπε να ξεχαστούν στο χρόνο, δένονται στη μυθοπλασία που συγχέεται με την πραγματικότητα. Όσα συνέβησαν μπλέκονται με όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί ή που θα ήταν όμορφο να είχαν συμβεί. Γιατί η συγγραφέας έμαθε καλά την τέχνη του ψαρά. Αλιεύει όπως εκείνος. 

Γράφει σε ένα ποίημά της (από τη συλλογή Τα πολύτιμα):
     «Μετά τη βάρδια του κάθεται στην πλώρη.
       Μ’ ένα καλάμι τάχα ψαρεύοντας
        πασχίζει ν’ ανασύρει
        τις στιγμές του ταξιδιού που παράπεσαν»
Η εικόνα αυτή του ψαρά μου φέρνει στο νου τη δουλειά της συγγραφέως.
Το ίδιο και μια ακόμη εικόνα παρμένη επίσης από δικό της ποίημα (στην ίδια συλλογή με τίτλο Αγρυπνίες):
«Τις νύχτες
όταν τα παιδιά μου ήτανε μικρά
τα κρατούσα στην αγκαλιά μου.
Πότε το ένα, πότε το άλλο.
Τώρα τις νύχτες
γράφω ποιήματα.
Πότε για τον ένα, πότε για τον άλλο»

           Το βιβλίο Η τελευταία εργάσιμη απαρτίζεται από 13 μικρά σε έκταση διηγήματα – στιγμές/εικόνες που αναδεικνύονται σαν ημερολόγιο ζωής. Ένα καλεντάρι που προβάλλει μπροστά μας λογοτεχνικά, έστω και με τρόπο επιλεκτικό, το χρόνο των περασμένων. Την κυρία, παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα με τον ομώνυμο τίτλο, που μπαίνει να ζεσταθεί μέσα στην Τράπεζα και ανακαλύπτει το κουμπί ενός παλτού μαζί με τη ζωή της που κατάφερε να χωρέσει σ’ ένα κουτί γεμάτο ως απάνω με κουμπιά. Της το είχε χαρίσει η νονά της, θυμάται τώρα στα 82 της χρόνια. Μα, αυτό δεν ήθελε για να κάνει τ’ όνειρό της πραγματικότητα; αναλογίζεται.

          Με την τέχνη της ραπτικής όμως ασχολείται και η Αρχόντισσα, ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος (με τίτλο «Το χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο»). Μόνο που το εργόχειρό της επέπρωτο να τελειώσει στη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών. Δυνατή γυναίκα η Αρχόντισσα. Φεύγει από το σπίτι της χωρίς να γυρίσει πίσω το κεφάλι. Τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της δίχως να κλαίει. Απαιτεί να μην της γράφουν. Κι όταν επιστρέφει μετά από 18 χρόνια (είχε στο μεταξύ βρεθεί το φάρμακο της λέπρας) δεν θέλει να γυρίσει στο σπίτι της για να μην είναι βάρος κανενός. Δεν εισακούεται, όπως είναι φυσικό. Καταλύει τελικά σ’ ένα καμαράκι στον κήπο που φτιάχνεται με τα χρήματα του επιδόματος που έπαιρνε όσο βρισκόταν στο «νησί». Εκεί θα μείνει μέχρι το τέλος. Το κεντημένο χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο την αποχαιρετά κρεμασμένο στην απλώστρα.
          Οι ήρωες, μάλλον οι ηρωίδες της Μαρινέλλας Βλαχάκη είναι δυνατοί, άφθαρτοι. «Περήφανοι», το επίθετο που τους ταιριάζει. Δένονται με αντικείμενα και τα νιώθουν δικά τους. Η γυναίκα στο τρίτο διήγημα της συλλογής («Η Παριζιάνα») ξεψυχά στο κρεβάτι της με την κούκλα που κάποτε το στόλιζε. Μια κούκλα με φαρδύ πορτοκαλί βελουδένιο φουστάνι, χέρια, πρόσωπο και μποτάκια από πορσελάνη και καπέλο από το ίδιο ύφασμα. Αληθινή Παριζιάνα.

            Ο τρόπος που συντίθενται τα πρόσωπα των διηγημάτων μπορεί να τα μεταβάλει σε μυθικά. Κι αυτό γιατί όσο οι λογοτέχνες είναι δημιούργημα του εαυτού τους, εγκολπώνονται το δικό τους παρελθόν, ατόφιο, αυθεντικό. Θα μου πείτε: πάντα δεν συμβαίνει αυτό; Όχι, γιατί μέσα στο χρόνο που διέρρευσε την οικογένεια, τους φίλους και ό, τι έχει να κάνει με το παρελθόν, το οικειοποιήθηκαν τα μέσα επικοινωνίας, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της ενότητάς του.
            Ας επανέλθουμε ωστόσο, στα διηγήματα της Μαρινέλλας.
            Ο Καργιάτζουλας, ένα δεκάχρονο πιτσιρίκι μαύρο σαν κατράμι, σκαρφαλώνει στους φοίνικες του κήπου της κυρίας Αφροδίτης και της κόβει τα τριαντάφυλλα. Στο μονόλογό της εκείνη δείχνει ιδιαίτερα ενοχλημένη. Όταν όμως ο μικρός χάνεται και δεν τον βρίσκει πουθενά, ανησυχεί. Είχε ακούσει πως κάποιοι είχανε σακατέψει μετανάστες. Σε λίγο καιρό ο μικρός Ντάουντα (αυτό το επίσημο όνομά του) καθισμένος αμέριμνα πάνω στον κορμό του φοίνικα ζωγραφίζει με ξυλομπογιές. Η ηλικιωμένη γυναίκα τον καμαρώνει.
           Το επόμενο διήγημα («Μητροπολίτου Κυρίλλου και Παρδάλη γωνία») εκφράζει το παράπονο του γιου προς τη μάνα που «τόσκασε». Δοσμένο θεατρικά (ο ήρωας φέρνει στο στόμα του ένα πουλί- σφυρίχτρα, ένα μικρό παιχνίδι απ’ αυτά που πουλάνε στο λιμάνι και απαντά μόνος κάνοντας τη φωνή της μάνας τραγούδι αηδονιού).
          Η πειστική απεικόνιση της επίδρασης που ασκεί στην παιδική ψυχή ένα άγαλμα, όπως αυτό του Βενιζέλου στην πλατεία των Χανίων, είναι προϊόν της επίδρασης που ασκεί στην παιδική ψυχή η μεγαλοπρέπεια ενός αγάλματος.. Στο διήγημα «Αναμνηστική φωτογραφία» η συγγραφέας υποβάλλει μέσω του παιδιού που πρωταγωνιστεί την πεποίθηση πως βασικές ανθρώπινες αξίες εντοπίζονται έξω από το χώρο του σπιτιού, στον φυσικό κόσμο αλλά και σε όντα που πλάστηκαν από τον άνθρωπο.
        Άλλες ηρωίδες είναι η κυρία Άννα, μοναχική κι εκείνη, ξεχασμένη από τους δικούς της. Τη βρίσκουμε να μιλά σ’ ένα μικρό σακάτικο σπουργίτη που επισκέπτεται την αυλή της για να φάει τα αφημένα για κείνο στη γλάστρα ψίχουλα. Η εξομολόγηση της κυρίας Άννας «δεν γίνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, γιατί τότε η πίκρα της μοναξιάς περισσεύει, γίνεται βροχή που στάζει ασταμάτητα από τις χαραμάδες της στέγης κι όλο απλώνεται …».
         Η Ελπίδα πάλι χρωστάει τα προβληματικά πόδια της στα στενά παπούτσια που φόρεσε μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τους γονείς της που της τα χάρισαν, ενώ η Ελένη του «Βασιλικού» εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την εύθραυστη ισορροπία του γυναικείου τραυματικού συναισθηματικού κόσμου.
         Δύο χαρακτηριστικές εικόνες είναι αυτή του λιμανιού των Χανίων με τους εξαθλιωμένους μετανάστες (¨Μεγαλοβδομάδα) και η άλλη του γάμου του γιου, όπου η μητέρα αναθυμάται τη γέννησή του. Άλλες θύμησες το φόρεμα της θείας που μετανάστευσε στη Αμερική και τέλος η εικόνα της ιδρυματικής γυναίκας που η συγγραφέας ανακαλεί κάθε φορά που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Τότε σώζεται. Σαν από θαύμα, ομολογεί.

        Η Μαρινέλλα Βλαχάκη ζει βυθισμένη στο μύθο της και τη μοναδικότητά του αλιεύοντας στιγμές ζωής που αποτυπώνει προκειμένου να μη χαθούν στο χρόνο. Ανήκει κατά τη γνώμη μου στους διηγηματογράφους της γενιάς που εκφράζει μια διαφορετική στάση απέναντι στα γεγονότα: δεν ασχολείται με τους πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων αλλά με εκενους που υφίστανται τις συνέπειές τους, άθελά τους τις πιο πολλές φορές και δίχως να είναι υπεύθυνοι γι’ αυτά.
       Την ευχαριστούμε για το όμορφο βιβλίο που μας χάρισε.
               Αθήνα. 11-02-2013


@@@





Κείμενο του Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης κ. Γιάννη Α. Φίλη στα Χανιά
(Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων) 6 Φεβρουαρίου 2013

Υπάρχει ένα επίπεδο των πραγμάτων που η τέχνη μπορεί να προσεγγίσει καλύτερα από κάθε άλλο ανθρώπινο εργαλείο έρευνας: το ανθρώπινο δράμα με όλες του τις λεπτομέρειες οσοδήποτε ασήμαντες κι αν είναι. Είναι αυτά που φτιάχνουν την καθημερινότητα: τα πάθη, το μίσος, η αγάπη, οι επιθυμίες, οι λαμπρές και οι σκοτεινές μας όψεις. Όλα εκείνα που ο, εν πολλοίς μεγάλος άγνωστος, ο εαυτός μας δημιουργεί από το πρωί ως το βράδυ και μας φέρνουν περαστική ευτυχία ή κατάθλιψη, που μας αυθυποβάλλουν και συχνά μας κάνει να νομίζουμε ότι είμαστε σπουδαίοι, ότι το σύμπαν εξαρτάται από εμάς. Όλα εκείνα που κάνουμε για να ξεγελάσουμε τη λήθη που μας περιμένει δίπλα στη γωνία πολύ, πάρα πολύ σύντομα. Μιλάω για την ίδια τη ζωή που μόνο η τέχνη μπορεί να προσεγγίσει και κυρίως ο
γραπτός λόγος. 
Η Ιστορία είναι βασικά η τετριμμένη  πραγματικότητα, η ταπεινή περιπέτεια του καθένα μας. Και στα γραπτά της η Μαρινέλλα Βλαχάκη τέτοιες ταπεινές περιπέτειες καταγράφει. Τη μικρή, πεζή καθημερινότητα που, αν και ξεχνιέται γρήγορα, είναι η ίδια η ζωή μας. Μιλάει για όλους εμάς και τα μικρά πράγματα που κάνουμε στη διάρκεια της ζωής μας. Γι’ αυτά που υπερηφανευόμαστε ή ντρεπόμαστε, γι’ αυτά που αργά ή γρήγορα ξεχνάμε. 
Το διήγημα είναι δύσκολο είδος γραφής. Συχνά μοιάζει απλό, απατηλά απλό, αλλά στην πραγματικότητα είναι μινιμαλιστικό και  απαιτεί έντονη εστίαση. Δεν μιλώ για βαθιά νοήματα και δύσκολες μεταφορές. Αυτά ανήκουν στη σφαίρα του διδακτισμού. Μιλώ για ένα είδος γραφής που έχει αποστολή να πει ό,τι πει σε λίγο χώρο. Είναι σαν μια φωτογραφία. Πρέπει να συνδέεται με τα πράγματα, να απεικονίζει, να δείχνει το ελάχιστο που της επιτρέπεται, αλλά ταυτόχρονα να μας αφήνει να συνεχίσουμε το ταξίδι πέρα από το μικρό πλαίσιό της. 
Η Μαρινέλλα έχει γράψει μια συλλογή με ιστορίες νοσταλγίας,  πάθους, αναζήτησης. Με μια λέξη ανθρωπιάς, δοσμένες με αγάπη και χαμηλούς τόνους. 
Λέει η Μαρινέλλα στο ποίημα «αγρυπνίες» από τη συλλογή «Τα Πολύτιμα»:

Τις νύχτες
όταν τα παιδιά ήτανε μικρά
 τα κρατούσα στην αγκαλιά μου.
 Πότε το ένα πότε το άλλο.
 Τώρα
τις νύχτες
γράφω ποιήματα
πότε για τον ένα, πότε για τον άλλο.

Ο λογοτέχνης είναι ματαιόδοξος, θέλει να ξεγελάσει τον χρόνο. Βιολογικά τον ξεγελάει με τους απογόνους, συναισθηματικά με το γράψιμο.
Στη συλλογή διηγημάτων «Χρονιάρες Μέρες» υπάρχει το διήγημα «Η γιαγιά Πηνελόπη» που είναι μιάμιση σελίδα. Η τραγική ιστορία της γιαγιάς δοσμένη με απόλυτη οικονομία, σαν ποίημα. Τη διάβασα πολλές φορές και πάντα στο τέλος έμενα συλλογισμένος.

Η συλλογή διηγημάτων που παρουσιάζουμε απόψε, «Η Τελευταία Εργάσιμη» αρχίζει με το ομότιτλο διήγημα. Μια άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα που η αφηγήτρια συναντάει τυχαία στην τράπεζα, που έχει την ιδιοτροπία να ασχολείται με τα κουμπιά από τα παιδικά της χρόνια. Το επάγγελμά της μοδίστρα. Ο συμβολισμός διαφανής, απλός. «Σπουδαία τέχνη η ραπτική, κυρία μου! Σε μαθαίνει να μετράς και να εκτιμάς σωστά όχι μόνο τα υφάσματα μα και τους ανθρώπους.» «Δεν ήρθα εδώ για δουλειά… έρχομαι καμιά φορά τις κρύες μέρες για να ζεσταθώ λιγάκι. Βλέπεις, δε μάθανε κείνοι που μας κυβερνούν μια τέχνη για να μετρούν και να κόβουν σωστά, γι’ αυτό μας αφήνουν να κρυώνουμε…» Η ζωή μιας γυναίκας, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα, με τα όνειρα που η τύχη ακύρωσε, με τη διάθεση για ζωή, με την αγάπη στα μικρά πράγματα. Και ύστερα χάνεται από το κάδρο η γυναίκα και πλησιάζει ο αριθμός αναμονής της συγγραφέως για να εξυπηρετηθεί στην τράπεζα. Μια μικρή, ωραία φωτογραφία απ’ το παράθυρο τραίνου που τρέχει χωρίς τελικό σταθμό, που σ’ αφήνει να φανταστείς τόσες λεπτομέρειες.

Το επόμενο, είναι «Το χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο». Αφηγείται την τραγική ιστορία της Αρχόντισσας, μιας γυναίκας που η μοίρα τη χτυπάει ξαφνικά με την ανίατη αρρώστια της εποχής της,  τη λέπρα και καταλήγει στη Σπιναλόγκα. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα βρίσκεται το φάρμακο της νόσου και η Αρχόντισσα επιστρέφει στο σπίτι των συγγενών της, παρά τους δισταγμούς της, αλλά απομονώνεται σ’ ένα δωματιάκι. Το κλείσιμο του διηγήματος είναι συγκλονιστικό. Καθώς πλησιάζει το τέλος, βγάζει το μαντήλι που έκρυβε το φαγωμένο πρόσωπο, βγαίνει στην αυλή κάτω απ’ το ψιλόβροχο και ψιθυρίζει, «Σταματήσεις δε σταματήσεις… καρφί δε μου καίγεται…»  Ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί όποιο κλείσιμο της σκηνής θέλει, αλλά αυτό έχει λίγη σημασία. Η περιπέτεια που συνεχίζεται έχει σημασία. 
Στην «Αναμνηστική φωτογραφία» η συγγραφέας θυμάται τις επισκέψεις της σε μια της θεία. Στον κήπο της θείας υπήρχε μια κούνια από την οποία έβλεπε τον ανδριάντα του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πλατεία. Της ήταν αδύνατο να κάνει κούνια γιατί μαζί της κουνιόταν κι ο Βενιζέλος και δεν μπορούσε να τον ακινητοποιήσει οσοδήποτε κι αν προσπάθησε. Βλέπετε δεν είχε μάθει τα περί σχετικότητας από τη φυσική. Χρόνια αργότερα, όταν η θεία είχε πεθάνει, το νεοκλασικό σπίτι είχε δώσει τη θέση του σε σύγχρονο κτίσμα και ο Βενιζέλος, ίδιος κι απαράλλαχτος στη θέση του, σαν τη μνήμη, σαν την Ιστορία. Και πλάι σ’ όλα αυτά η ίδια περιπέτεια, τόσο ασήμαντη, τόσο καθημερινή όσο η ζωή κι ο θάνατος. 
«Ο βασιλικός» είναι ένα μικρό πανέμορφο διήγημα. Η κυρία Ελένη, είναι μια μοναχική γυναίκα με τις ίδιες συνήθειες, την ίδια εμφάνιση, την ίδια συμπεριφορά όπως τόσοι άνθρωποι. Έχει πάθος με τους βασιλικούς. Όταν πλησιάζει το τέλος, παίρνει τη γλάστρα με τον βασιλικό στο δωμάτιό της λες και θέλει να κρατηθεί μαζί του στη ζωή. Ο θάνατος υπογράφει την τελευταία πράξη και το τριάρι της κυρίας Ελένης πουλιέται.

«Όταν μια μέρα βγήκα να πετάξω τα σκουπίδια, είδα το πωλητήριο: πωλείται τριάρι επιπλωμένο σε άριστη κατάσταση… Καθώς άνοιξα τον κάδο τινάχτηκαν μπρος στο πρόσωπό μου μεγάλα κλωνάρια βασιλικού. Η πήλινη γλάστρα έστεκε όρθια μέσα στον κάδο απορριμμάτων. Μοσχοβόλησε ο κάδος, τα χέρια μου κι ως πέρα ο δρόμος.»
Αυτή η εκτίναξη του βασιλικού στο πρόσωπο και η ευωδιά του μέσα στη βρώμα των σκουπιδιών συνοψίζει τόσο ωραία τη ζωή μας, που είναι ένα παρόμοιο αξεχώριστο μίγμα ομορφιάς και ασχήμιας. 
Μην φανταστεί κανείς ότι το γράψιμο είναι τόσο ιδανικό και απλό. Απαιτεί πάλη, δουλειά, ιδρώτα. Οι λέξεις συχνά δείχνουν απατηλά εύκολες ακριβώς επειδή είναι δύσκολες. Ο καλός μάστορας παρουσιάζει το ανθρώπινο δράμα με απλότητα και ευκολία, αλλά μόνο αυτός βιώνει την πάλη της απλοποίησης και τον αγώνα της δημιουργίας. Προσωπικά δεν πιστεύω σχεδόν καθόλου στην έμπνευση στο γράψιμο, αλλά στην πολλή δουλειά, στο πολύ διάβασμα, στο πολύ γράψιμο, στις πολλές διορθώσεις και στην ανασφάλεια για το τελικό αποτέλεσμα. Θέλει μεγάλο αγώνα για να καταγράψεις με τις λέξεις πειστικά και έντιμα, να αποκαλύψεις και να αναδημιουργήσεις, να δώσεις δηλαδή μια άποψη της ανθρώπινης περιπέτειας. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ο πεζός λόγος προσφέρεται περισσότερο από άλλα είδη για μια τέτοια θεώρηση.

Η Μαρινέλλα μας έδωσε μια συλλογή με δεκατρία μικρά διηγήματα που αγγίζουν άμεσα, περιγράφουν και ξαναπλάθουν τον κόσμο αθόρυβα, με ειλικρίνεια. Μια συλλογή που διαβάζεται μια και δυο φορές για να βιώσει κανείς την έντασή της. Η Μαρινέλλα μέσα από τα διηγήματα της συλλογής έχει πετύχει τον βασικό στόχο της λογοτεχνίας, την αποτύπωση στιγμιοτύπων του ανθρώπινου δράματος. Το έχει κάνει με οικονομία, με χαμηλούς τόνους, με αγάπη, με κατάθεση ψυχής, χωρίς κραυγές. Το έχει πετύχει αυτό δίνοντας στιγμιότυπα της ζωής της και του περιβάλλοντός της στην Κρήτη, ενός τόπου σκληρού και ωραίου που γνωρίζει πολύ καλά. Διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα αναπνέει κανείς τον αέρα του νησιού και ζει στα χώματα και τις πέτρες του. Και αυτό είναι τέχνη. Της εύχομαι και σε άλλα.
Γιάννης Α. Φίλης


@@@

Κριτική στις Αφορμές (Χανιώτικα Νέα 14/1/2013)

@@@

@@@